Τι κοινό μπορεί να έχει ο Χαρούκι Μουρακάμι και συγκεκριμένα το "Σπούτνικ αγαπημένη" με ένα τριήμερο στη Ρόδο, έναν... καμένο ταξιτζή, έναν απίθανο ζωγράφο και έναν ατελέσφορο αποχαιρετισμό;
27-2-2012. Καθαρά Δευτέρα. Μόνος στο αεροδρόμιο της Ρόδου περιμένοντας την πτήση μου για Θεσσαλονίκη. Έξω βρέχει καταρρακτωδώς, κι αυτή η βροχή με τον καταραμένο ήχο και την καταθλιπτική εικόνα της μοιάζει να επιβαρύνει ad hoc τη βαριά καρδιά μου. Εκείνη μ' έχει αποχαιρετήσει ακόμη μια φορά κι εγώ νιώθω άδειος, κενός, δίχως νόημα, δίχως ύπαρξη, όπως ένα κρύο όπλο δίχως σφαίρες στη θαλάμη του. Ο ουρανός είναι μουντός, τα σύννεφα κινούνται με πολύ μεγάλη ταχύτητα κι εγώ είμαι εδώ και τα κοιτάζω επίμονα. Διαβάζω τη Σπούτνικ του Μουρακάμι. Σηκώνω το βλέμμα από το βιβλίο και τη βλέπω να με κοιτάζει επίμονα από τον αεροδιάδρομο, μέσα στη βροχή. Το πρόσωπό της καθησυχαστικό και ήρεμο είναι σαν να μου αποκαλύπτει ότι όλα τα πολύπλοκα μ' έναν μαγικό τρόπο πρόκειται να απλοποιηθούν. Πόσο δυσκολεύομαι να την πιστέψω...
Είχε προηγηθεί ένα τριήμερο στη Ρόδο με άσκοπες περιηγήσεις στην άδεια παλιά πόλη, ψάχνοντας τον τοπικό κινηματογράφο για να βρούμε τις ώρες προβολής του φιλμ που δεν θα βλέπαμε ποτέ. Ένα τριήμερο λουσμένο στον ήλιο και στα χαχανητά μας που αντηχούσαν στα δρομάκια του νησιού που τον χειμώνα μοιάζει να είναι το φάντασμα της Ρόδου. Η αλήθεια είναι ότι το φάντασμα μου αρέσει περισσότερο από το έκτρωμα της πολύβουης θερινής πραγματικότητας…
Πριν βγούμε το βράδυ, μέναμε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και χαζεύαμε τα προγράμματα των τοπικών καναλιών. Ώσπου αντικρίσαμε στην οθόνη μας τον ζωγράφο με την πλούσια μαύρη φουντωτή κόμη. Μας μαγνήτισε. Ο ζωγράφος από την Κάρπαθο ζούσε στη Ρόδο φιλοτεχνώντας τα πορτρέτα ντόπιων, περαστικών και τουριστών. Έδινε συνέντευξη, λοιπόν, την ώρα που ζωγράφιζε ένα ξανθό παιδάκι από φωτογραφία που του έδωσε η μητέρα του. Ανέλυε πόση ώρα του έπαιρνε για να κάνει έναν πίνακα, τις δυσκολίες της δουλειάς και τα συναφή, όταν το αυτί μας πήρε τη μητέρα του ξανθού αγγέλου που βρισκόταν στην πλάτη του ζωγράφου να διαμαρτύρεται αγγλιστί ότι ο ζωγραφικός πίνακας δεν είχε καμία σχέση με τη φωτογραφία του παιδιού. Τα χαχανητά μας σίγουρα ακουστήκαν και στους έξι ορόφους του ξενοδοχείου…
Η ώρα του αποχαιρετισμού είναι σαν ένα τεράστιο απειλητικό ζώο που ρίχνει τη βαριά σκιά του επάνω μας. Κάναμε τσεκ άουτ και περιμέναμε να έλθει το ταξί για να μας οδηγήσει στον ναό των τελευταίων δύο χρόνων μας: το αεροδρόμιο. Το ταξί έφτασε άμεσα, αλλά όταν το κοίταξα καλύτερα αντιλήφθηκα ότι το δεξί του μπροστινό φανάρι ήταν σπασμένο.
Ο ταξιτζής ήταν ένα άτομο που με μεγάλη δυσκολία μπορούσες να συνεννοηθείς μαζί του διότι ο λαιμός του ήταν εντελώς κλεισμένος. Εκείνη, με τη συνηθισμένη περιπαιχτική της διάθεση, τον ρώτησε, προσδίδοντας έναν σοβαρό και ειλικρινή τόνο στη φωνή της, αν ο λαιμός του έκλεισε εξαιτίας κάποιου γλεντιού. Ήταν η ερώτηση κλειδί. Ήταν η φράση που άνοιξε τον ασκό του Αιόλου. Ο ταξιτζής παρ' όλη την αδυναμία του να μιλήσει, άρχισε να μας εξιστορεί πώς την προηγούμενη μέρα ενεπλάκη σε τροχαίο με μια φοιτήτρια (υπ’ ευθύνη της φυσικά) – έτσι εξηγείται και το σπασμένο φανάρι – πώς του ζητά χρήματα για να αποκαταστήσει τις ζημιές που προκλήθηκαν στο μικρό της αμάξι, πώς χώρισε από την τεμπέλα γυναίκα του έπειτα από 25 χρόνια γάμου (ίσως και περισσότερα, δεν θυμάμαι), πώς βρήκε επιτέλους την αγάπη και τη συναισθηματική κάλυψη στη ζεστή αγκαλιά μιας Ρουμάνας, πώς μιλά τέσσερις ξένες γλώσσες, πώς αδυνατεί πλέον να δώσει χαρτζιλίκι στα παιδιά του λόγω οικονομικής κρίσης… Το σκηνικό που έχει στηθεί μέσα στο ταξί από την ώρα της αναχώρησης έως και την ώρα της άφιξης στο αεροδρόμιο είναι εξόχως σουρεαλιστικό, κι εμείς οι δυο δείχνουμε να ξεχνούμε το βάρος μας και συμμετέχουμε σ’ αυτό με όλη μας την ψυχή…
Το αεροπλάνο απογειώνεται με τις στάλες της βροχής να σχηματίζουν μικρά ακανόνιστα ρυάκια στο παράθυρο και στο πρόσωπό μου… Ο ήρωας του Μουρακάμι έχει φτάσει στο νησί και κοιτάζει το λαμπερό ροδίτικο τοπίο που ξετυλίγεται μπροστά του...