Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

Η συνάντηση


Πρέπει να 'χουν περάσει δύο μήνες από τότε... Μπορεί και όχι. Ποιος τον συμμερίζεται τον χρόνο όμως; Άλλωστε συνηθίζουν να λένε ότι ο χρόνος σταματά, ότι διαστέλλεται, ότι παρατείνεται, ότι μακραίνει, ότι είναι μια διάσταση που έχουν επινοήσει εκείνοι που αποζητούν τον αυτοπροσδιορισμό.
Περπατάω λοιπόν στην οδό Τσιμισκή στο κέντρο της πόλης γύρω στις 9 το πρωί (νάτος πάλι ο πανδαμάτωρ χρόνος). Η ένταση στα ακουστικά μου να ερωτοτροπεί με τη ρήξη τυμπάνου, το βήμα μου γοργό και μεγάλο, όπως σχεδόν πάντα, και... να τη, τη βλέπω να έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση προς το μέρος μου, περπατώντας στο ίδιο πεζοδρόμιο, να με πλησιάζει με αυτό το λάγνο ύφος της συμφοράς. Βαμμένη στο πρόσωπο σαν άλλη παλλακίδα του Ναγκίζα Όσιμα (βλ. Η Αυτοκρατορία των Αισθήσεων) και η πρώτη σκέψη που προσγειώνεται στο μυαλό μου είναι αν είδε ποτέ τον εαυτό της στον καθρέφτη πριν βγει από την εξώπορτα του σπιτιού της. Η δεύτερη απορία: γιατί το κάνει αυτό στον εαυτό της πρωινιάτικα; Γεμάτη αυτοπεποίθηση, αυταρέσκεια, έμπλεη ματαιοδοξίας (που θα 'λεγε κι ένας γνωστός μου) περπατά κι αποζητά τα βλέμματα να καρφώνονται πάνω της πρόστυχα, αδιάκριτα, και σαρκοβόρα. Προσπαθώ να καταλάβω από που αντλεί όλο αυτό το μεγαλείο της κενοδοξίας, ψάχνω απελπισμένα να διακρίνω ένα σημάδι, ώσπου τα μάτια μου καρφώνονται στα πόδια της και δεν εννοώ τις γάμπες ή τους μηρούς της, αλλά τα παπούτσια της. Για την ακρίβεια τα σανδάλια της... Αυτά τα υπέροχα, μοναδικά, χρυσά, αστραφτερά σανδάλια που φτάνουν μέχρι το ύψος των γονάτων της. Αίφνης αντιλαμβάνομαι ότι αυτά τα σανδάλια αποτελούν τη λύση του μυστηρίου. Σε αυτά ακριβώς οφείλεται η όλη αυτοπεποίθηση και σε αυτά είναι που βρίσκει η γυναικεία ματαιοδοξία την απόλυτη έκφρασή της.
Ωστόσο, με παραπέμπουν σε κάτι απροσδιόριστα γνωστό. Συνειρμικά σκέφτομαι τα σανδάλια του Αχιλλέα, και επαγωγικά αντικαθιστώ τη γυναίκα με τα "κομψά μινιμαλιστικά shimmering μεταλλικά της σανδάλια" στη σκέψη μου με τη μετενσάρκωση του γιου της Θέτιδας. Είδα τον Αχιλλέα μπροστά μου χωμένο στο κορμί μιας άγνωστης και δεν τον χαιρέτησα. Πόσο εμπαθής και βλάσφημος μπορεί να είμαι, σκέφτηκα...
Με προσπέρασε δίχως να μου ρίξει έστω ένα βλέμμα... Εγώ συνέχισα το δρόμο μου έχοντας καρφωμένο στο μυαλό μου τον Αχιλλέα και τα σανδάλια του. Πόσο γελοία μου φαινόταν, πόσο επιτηδευμένη, πόσο κουραστικά ελαφριά με εκείνα τα σανδάλια που δεν πρόσεξα αν στη φτέρνα είχαν φτερά, μήπως τελικά δεν ήταν η μετενσάρκωση του Αχιλλέα, αλλά του γοργοπόδαρου Ερμή με τα φτερωτά πέδιλα...