Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

Ο Θ. που με φώναζε Κρίστο...


Κάπου στο Ταξίδι στην άκρη της νύχτας ο Σελίν γράφει ότι "δεν θα 'ταν καθόλου άσκημα αν υπήρχε κάποιο κόλπο για να ξεδιακρίνεις τους καλούς από τους κακούς".

Ε, λοιπόν δεν ξέρω αν βρήκα το κόλπο, αλλά σήμερα σίγουρα βρήκα μια ένδειξη...

Από τή στιγμή που επέστραψα στη Θεσσαλονίκη για δεύτερη φορά, ελέω στρατιωτικού καθήκοντος (sic), δε ζούσα και στις πιο νεόδμητες πολυκατοικίες της πόλης. Ίσα ίσα άκριβώς το αντίθετο. Αυτό βέβαια δεν έδειχνε να με αποθαρρύνει ιδιαίτερα, παρά τα πολλά προβλήματα που αντιμετώπιζα στα διαμερίσματα όπου έμεινα, κυρίως υδραυλικής και ηλεκτρολογικής φύσης. Κάπως έτσι έτυχε να γνωριστώ με τον Θ., ένα παιδί που δεν θα ξεχάσω ποτέ μου, παρότι έχω ξεχάσει πώς ακριβώς συνέβη η πρώτη μας γνωριμία. Δεν έχει και μεγάλη σημασία άλλωστε. Ο Θ. ήταν ένα παιδί, πάνω κάτω στην ηλικία μου, μάλλον συνομίληκός μου, με ξανθά μαλλιά, μεγάλα εκφραστικά γαλανά μάτια και μικρό ανάστημα. Ήταν η επιτομή αυτού που λένε "σκληρά εργαζόμενος νέος", εργατικός, από το πρωί έως το βράδι με τη φόρμα εργασίας του. Όσες φορές χρειάστηκε να τον καλέσω να με βοηθήσει με τις διαρροές, τις υδραυλικές κακοτεχνίες - ανωμαλίες του εκάστοτε σπιτιού μου, ήταν πάντα εκεί, ακόμα και τις Κυριακές. Πάντα με το χαρακτηριστικό του χαμόγελο να διαγράφεται στα χείλη του με εξυπηρετούσε, αντιμετώπιζοντας κάθε πρόβλημα και πολλλές φορές αρνούμενος να μου πάρει χρήματα! Τον θυμάμαι να μου λέει: "Κρίστο, δώσε ό,τι νομίζεις!" Με έλεγε Κρίστο διότι γενέτειρά του ήταν η Αλβανία, αλλά σε πολύ μικρή ηλικία ήλθε με τον αδελφό του στη Θεσσαλονίκη αναζητώντας μια καλύτερη μοίρα. Πάντα πίστευα ότι οι άνθρωποι βάζοντας ταμπέλες, διακρίνοντας τους άλλους ανάλογα με το χρώμα, την υπηκότητά τους ή τη γλώσσα τους, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να δημιουργούν μίση και έχθρες, ουσιαστικά ανύπαρκτες.

Με τον Θ. ήμασταν γείτονες. Κάθε φορά που με συναντούσε τυχαία στο δρόμο πάντα με καλημέριζε, με χαιρετούσε και το καλοσυνάτο του χαμόγελο διαγραφόταν πάλι στα χείλη του. Μάλιστα, έδειχνε ειλικρινές ενδιαφέρον για τη δουλειά μου, ρωτώντας με για το ραδιόφωνο, την τηλεόραση ή την εφημερίδα. Με ρωτούσε πάντα τι κάνει η Χ. την οποία έλεγε Κ. Πάντα, όταν με έβλεπε, σταματούσε να μου μιλήσει. Τον συμπαθούσα πολύ τον Θ. διότι στα μάτια του αντικατοπτριζόταν η καλοσύνη, η ευαισθησία, η αθωότητα...

Κάποιο πρωί πριν λίγο καιρό δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τη Χ. με το οποίο με ενημέρωνε ότι ο Θ. ήταν νεκρός. Είδε ένα χαρτί σε μια κολώνα. Δεν το πίστευα. Αρνιόμουν να το χωνέψω. Ωστόσο ήταν αλήθεια. Την τελευταία φορά που τον είχα δει ήταν φανερά αδυνατισμένος και η υγεία του φαινόταν πολύ κλονισμένη. Τον ρώτησα τι είχε και συνοφρυωμένος, ίσως για πρώτη φορά μπροστά μου. μου απάντησε μονολεκτικά: "Προβλήματα". Του συνέστησα να προσέχει την υγεία του, σεβόμενος την ανάγκη του να μη μου μιλήσει περαιτέρω. Τον αποχαιρέτησα κι ήταν η τελευταία φορά που τον είδα.

Σήμερα βρήκα τον αδελφό του στο δρόμο και του μίλησα. Μου είπε ότι όλοι είναι συγκλονισμένοι διότι ο Θ. επέλεξε να φύγει πρόωρα. Δεν ήξερα τι να του πω. Ένιωθα τις λέξεις να ζυγίζουν τόνους ολάκερους, το στόμα μου πιο στεγνό κι από έρημο. Όταν μου έκανε την ερώτηση "γιατί οι καλοί να φεύγουν", σάστισα. Δεν ήξερα τι να του απαντήσω. Ένιωθα ανίκανος να νιώσω τον πόνο του, ένιωθα ότι η κάθε λέξη που εκστόμιζα δεν είχε κανένα μα κανένα απολύτως νόημα.

Θυμήθηκα τα λόγια του Σελίν και κατάλαβα ότι οι καλοί φεύγουν πιο γρήγορα κι ότι ώσπου να βρεις το κόλπο για να ξεχωρίσεις τους καλούς από τους κακούς είναι πολύ αργά. Οι καλοί έχουν ήδη φύγει. Ίσως το κόλπο να είναι αυτό ακριβώς. Ότι οι καλοί φεύγουν πρόωρα...

Κατάλαβα και κάτι ακόμη. Ότι όσοι αρνούνται να μεγαλώσουν, όσοι παραμένουν ευαίσθητοι γίνονται τροφή για τα θηρία. Τα θηρία είναι εκείνοι που σταδιακά εξαγριώνονται, απανθρωπίζονται, στιλβώνονται με απανθρωπιά και που όπως αναφέρει ο Σελίν: "Δεν ξέρουν ποιους να ξυπνήσουν πια γερνώντας, τους ζωντανούς ή τους νεκρούς".


ΥΓ προς τον φίλο Ανδρέα: Ο θάνατος δεν είναι η πηγή έμπνευσής μου, ωστόσο δεν θα σταματήσω να γράφω γι' αυτόν...

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2009

Αποκάλυψη του κόσμου


Αντιγράφω ένα μικρό απόσπασμα από το "Ελευθερία ή έρωτας!" του Ρομπέρ Ντεσνός:


...Από το ανοιχτό παράθυρο κοιτούσαμε τα σύννεφα να πρήζονται μακριά, πίσω από το τσίρκο των γκαζοζέν, και να απειλούν τη θερμή λαχανιασμένη πόλη. Η μυρωδιά των καλοκαιριάτικων πεζοδρομίων ανέβαινε ζαλιστική, και οι πόθοι οι ερωτικοί γίνονταν πιο βαρείς και πιο ζοφώδεις. Η Μαμπέλ κι εγώ, σφιχταγκαλιασμένοι, άλαλοι, κοιτούσαμε.

"Σηκώθηκα. Άρπαξα από ένα ράφι ένα μεγάλο μπουκάλι άρωμα και σταγόνα τη σταγόνα άρχισα να απλώνω το περιεχόμενό του στο κορμί αυτής της γυναίκας. Η μια μετά την άλλη οι σταγόνες έπεφταν στις μυτερές κορυφές του στήθους, στον αφαλό, σε κάθε δάχτυλο, στο λαιμό, στα πιο βαθιά, στα μύχια της. Όταν κάποτε έμαθα ότι έμελλε να πεθάνει από αυτή την ηδονή που την έδενε κόμπο στο ντιβάνι, με έπιασε φρενίτιδα. Οι σταγόνες έπεφταν στα ρουθούνια, στα μάτια, στο στόμα. Σύντομα το κορμί της είχε ποτιστεί ολόκληρο.

"Μια ανάσα σπασμωδική ήταν πάνω της το μόνο σημάδι ζωής, όταν πρόσεξα ότι το φιαλίδιο ήταν άδειο. Η μυρωδιά του αρώματος απλωνόταν στο δωμάτιο. Είχα μεθύσει από το όνειρο. Έσπασα το λαιμό της μπουκάλας και έμπηξα το πριονωτό απομεινάρι διαδοχικά στα μάτια, στα χείλη, στην κοιλιά, στο στήθος.

"Έπειτα έφυγα βουτηγμένος ολόκληρος στο τριπλό άρωμα του αίματος, του έρωτα και του κεχριμπαριού.

"Έκλεισα την πόρτα πίσω μου.

"Από καιρό σε καιρό περνάω από αυτόν το δρόμο. Κοιτάζω το ανοιχτό παράθυρο όπου ακόμα σαλεύει η κουρτίνα. Φαντάζομαι τη Μαμπέλ με τα μάτια κατακόκκινα από το πηγμένο αίμα. Και φεύγω"...